- «Μπορώ να σε φέρω μέσα ζεστό, ή να σε φέρω κρύο.»
- — Ντιν Τζάριν
Ο Ντιν Τζάριν, γνωστός και ως «ο Μανταλοριανός» ή «Μάντο» για συντομία, ήταν ένας Μανταλοριανός πολεμιστής που δούλεψε ως ένας κυνηγός επικηρυγμένων κατά την Εποχή της Καινούργιας Δημοκρατίας. Με τη Μανταλοριανή πανοπλία, το ακτινοβόλο πιστόλι IB-94, το Άμπαν τουφέκι ελεύθερου σκοπευτή, και το χαρακτηριστικό κράνος από μπέσκαρ, ο Τζάριν ήταν καλά οπλισμένος και αινιγματικός—ένας ξένος του οποίου το παρελθόν ήταν καλυμμένο με μυστήριο για τους άλλους. Όταν ορφάνεψε κατά την Εποχή της Δημοκρατίας, τον μεγάλωσαν ως εγκαταλελειμμένο παιδί τα Παιδιά της Φρουράς, μια ομάδα που είχε αποκοπεί από το κυρίαρχο ρεύμα της κοινωνίας των Μανταλοριανών. Ο Τζάριν δεν γνώριζε για αυτό και νόμιζε πως όλοι οι Μανταλοριανοί ακολουθούσαν τις πεποιθήσεις των Παιδιών της Φρουράς. Αφού του δόθηκε εκπαίδευση για να γίνει ένας Μανταλοριανός πολεμιστής, τελικά εντάχθηκε στη Φυλή, η οποία λειτουργούσε κρυφά σε ένα καταφύγιο στο Νεβάρο και ήταν συνδεδεμένη με τα Παιδιά της Φρουράς. Ο Τζάριν έγινε σκληροτράχηλος, λιγομίλητος και ένας περίφημος κυνηγός επικηρυγμένων σε έναν αυξανόμενα επικίνδυνο γαλαξία.
Προσωπικότητα και χαρακτηριστικά[]
Μυστηριώδης πολεμιστής[]
- «Ο Γκριφ Κάργκα είπε ότι θα ερχόσουν.»
«Τι άλλο είπε;»
«Είπε ότι είσαι ο καλύτερος στο πάρσεκ. […] Είπε επίσης πως είσαι ακριβός. Πολύ ακριβός.» - — Ο Πελάτης και ο Ντιν Τζάριν
Ο Ντιν Τζάριν ήταν ένας μοναχικός Μανταλοριανός πολεμιστής του οποίου το παρελθόν και η ταυτότητα ήταν ένα μυστήριο για τους άλλους, και παρέμεινε ένας καταπονημένος και λακωνικός κυνηγός επικηρυγμένων στο γαλαξία. Ως ένας φυσικά μοναχικός άνθρωπος, ο Ντιν Τζάριν ήταν συχνά απόμακρος και γενικά σιωπηλός. Σπάνια μιλούσε εκτός αν του απεύθυναν το λόγο, και είχε μια τάση να αφήνει τις πράξεις του να μιλούν για αυτόν. Ωστόσο, πίσω από τη ψυχρή εμφάνιση κρυβόταν μια πιο μαλακή πλευρά. Ενώ ήταν αδίστακτος και αδυσώπητος σε μέλη του παρακμιακού υποκόσμου, απέφυγε να δείξει αυτή την πλευρά στους αθώους και ανήμπορους. Η μαλακή του πλευρά ήταν καταλυτική για το δέσιμο του με το Γκρόγκου.
Εκτός από την πιο ήπια πλευρά του, ο Ντιν Τζάριν ήταν επίσης εξαιρετικά πιστός σε αυτούς που τον βοήθησαν και δεν ξέχασε ποτέ τους συμμάχους του. Επέμενε να πληρώσει το Κουίλ για τη δουλειά του όταν ανέκτησαν το Κοφτερό Λοφίο παρά το δισταγμό του εξωγήινου, βοήθησε αφιλοκερδώς το Γκριφ Κάργκα να αδειάσει το Νεβάρο από το Αυτοκρατορικό Υπόλειμμα που είχε απομείνει, και αρνήθηκε να πληρωθεί όταν ο Μπόμπα Φετ τον κάλεσε να βοηθήσει στο πόλεμο που ξέσπασε μεταξύ εκείνου και του Συνδικάτου Πάικ, επιλέγοντας να βοηθήσει το Φετ με καλή θέληση. Αρνήθηκε να εγκαταλείψει το Φετ, ακόμη και όταν ο ίδιος πρότεινε πως πρέπει να φύγει λόγω των υπεράριθμων εχθρών. Ο Τζάριν δήλωσε πως θα ήταν ενάντια στις πεποιθήσεις το να μην κρατήσει το λόγο του, και ήταν πρόθυμος να μείνει ακόμη και αν πέθαινε.
Όταν είχε να κάνει με το Μάιθρολ, ο Τζάριν αιχμαλώτισε το στόχο του χωρίς δισταγμό και αργότερα κατέψυξε το Μάιθρολ όταν τον είδε να τριγυρίζει μέσα στο Κοφτερό Λοφίο. Ως ένας κυνηγός, θεωρούταν ένας από τους καλύτερους από το Κάργκα της Συντεχνίας Κυνηγών Επικηρυγμένων, με τις ικανότητες του να τον κάνουν το καλύτερο κυνηγό επικηρυγμένων της εποχής του. Ο Κάργκα έβλεπε το Τζάριν ως το «πολυτιμότερο συνεργάτη» του μετά την επιτυχημένη παράδοση του Παιδιού. Ωστόσο, ο Τζάριν ποτέ δεν γιόρτασε την επιτυχία του, επιλέγοντας να συνεχίσει στην επόμενη δουλειά του.
Ο Τζάριν, παρά το επάγγελμα του, δεν νοιαζόταν υπερβολικά για τα χρήματα, όμως τα έβλεπε ως ένα μέσο για να κερδίζει τα προς το ζην. Για παράδειγμα δεν δέχθηκε ακόμη μια ανάθεση δουλειάς από τον Ίσι Τιμπ που ήταν επικεφαλής μιας συντεχνίας παρά το ότι δεν αμείφθηκε, αφού αποζητούσε μόνο πληροφορίες για το καταφύγιο των Μανταλοριανών. Ο Τζάριν έδειξε μια ντροπαλή συμπεριφορά απέναντι σε άλλα άτομα, όμως ο Κέιμπεν, Στόουκ, και άλλα άτομα που είχε συνεργαστεί παλαιότερα, όπως η Ζιάν και ο Ράνζαρ Μαλκ. Ο Τζάριν επίσης απέρριψε μια ζωή με τη χήρα Ομέρα αφού ένιωσε πως δεν ανήκε στο χωριό. Κατά τη διάρκεια της αντιπαράθεσης με το Ντάβαν, ο Τζάριν ήταν ο μόνος που δεν έβγαλε το πιστόλι του, προσπαθώντας να αποφορτίσει τη κατάσταση μεταξύ του στρατιώτη και της ομάδας μισθοφόρων του Μέιφελντ.